πλέμπα

πλέμπα
η
(λ. λατ.), και πλεμπάγια, η όχλος, συρφετός, μπουλούκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλέμπα — και χλέμπα και πλεμπάγια και χλεμπάγια, η, Ν (με σκωπτική σημ.) λαός, όχλος, λαουτζίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλέμπα < ιταλ. plebe < λατ. plebs, plebis «όχλος», ενώ ο τ. πλεμπάγια < ιταλ. plebaglia. Οι τ. χλέμπα και χλεμπάγια έχουν σχηματιστεί… …   Dictionary of Greek

  • χλέμπα — η, Ν βλ. πλέμπα …   Dictionary of Greek

  • χλεμπάγια — η, Ν βλ. πλέμπα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”